- καπνώδη
- καπνώδηςsmokyneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)καπνώδηςsmokymasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)καπνώδηςsmokymasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπνώδης — ες (Α καπνώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με καπνό 2. ο γεμάτος καπνό («ἔτι δ ὁ καπνώδης καὶ συννεφὴς ἀὴρ καὶ τἆλλα τὰ παραπλήσια τούτοις», Πολ.) αρχ. 1. (για χρώμα) σκούρος, σκοτεινός («εἶδον ἐξιόντα μέλανα καὶ καπνώδη τὴν χρόαν», Λουκιαν.).… … Dictionary of Greek
Κυανά όρη — (Βlue Ridge Mountains). Οροσειρά (μέγιστο υψόμετρο 2.037 μ.) των ΗΠΑ. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό άκρο των Απαλαχίων και εκτείνονται μεταξύ των πολιτειών Τζόρτζια (Γεωργία) και Πενσιλβάνια. Υψώνονται πάνω από το οροπέδιο Πίντμοντ και η πιο ψηλή … Dictionary of Greek